-
1 ῥῆσις
ῥῆσις, ἡ, das Sagen, Sprechen, Reden, das Wort, die Rede; μύϑου καὶ ῥήσιος, Od. 21, 291; παλίγγλωσσον ῥῆσιν ϑέσαν, Pind. N. 1, 59; ἀνϑρώπων παλαιαί, Ol. 7, 55, Sage, Erzählung; vgl. Her. 1, 152; μακράν γε μὲν δὴ ῥῆσιν οὐ στέργει πόλις, Aesch. Suppl. 270, vgl. 610 Ag. 1295, βραχεῖα, Soph. frg. 62, μακρά, καλλίστη, Ar. Ach. 391 Vesp. 580; καταπλέξαι τὴν ῥῆσιν, die Rede endigen, Her. 8, 83; ἡ ἀπὸ Σκυϑῶν ῥῆσις, das von den Scythen entnommene Wort, 4, 127; ξυνεχής, Thuc. 5, 85; ῥῆσιν μακρὰν ἀποτείνειν, Plat. Rep. X, 605 d, wie ῥήσεις παμμήκεις ποιεῖν, Phaedr. 268 c, auch ῥήσεις λέγειν, Legg. VII, 811 a. – Die Stelle eines Schriftstellers, Ἀριστοφάνειαι, Plut. Symp. 7, 8, 4. – Auch die Redensart, Gramm.
-
2 παμ-μήκης
παμ-μήκης, ες, sehr lang; γόος, Soph. O. C. 1609; περὶ σμικροῦ πράγματος ῥήσεις παμμήκεις ποιεῖν, Plat. Phaedr. 268 c; Legg. I, 642 a; χρόνοι, Arist. meteor. 1, 14 u. Sp.
См. также в других словарях:
παμμήκης — παμμήκης, πάμμηκες (Α) 1. αυτός που έχει πολύ μεγάλο μήκος, μακρότατος, ατελείωτος («περὶ σμικροῡ πράγματος ῥήσεις παμμήκεις ποιεῑν», Πλάτ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πάμμηκες σε μεγάλο μήκος, υπερβολικά, πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μήκης (< … Dictionary of Greek